- άφλεκτος
- -η, -ο (AM ἄφλεκτος, -ον)αυτός που δεν φλέγεταινεοελλ.αυτός που δεν είναι δυνατόν να αναφλεγείαρχ.ο αμαγείρευτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄφλεκτος — unburnt masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφλέκτως — ἄφλεκτος unburnt adverbial ἄφλεκτος unburnt masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφλεκτον — ἄφλεκτος unburnt masc/fem acc sg ἄφλεκτος unburnt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφλέκτοις — ἄφλεκτος unburnt masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφλέκτους — ἄφλεκτος unburnt masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφλέκτῳ — ἄφλεκτος unburnt masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφλεκτα — ἄφλεκτος unburnt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφλεκτοι — ἄφλεκτος unburnt masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυράφλεκτος — ον, Α αυτός που δεν καίγεται στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἄφλεκτος] … Dictionary of Greek
υδρογόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Η· είναι το πρώτο στοιχείο του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό 1, ατομικό βάρος 1,008 και δύο ισότοπα: ένα σταθερό (δευτέριο) με μάζα Η2 και ένα ραδιενεργό (τρίτιο) με μάζα Η3 και περίοδο υποδιπλασιασμού 12½ χρόνια … Dictionary of Greek